- γυμνόνωτος
- -η, -ο1. αυτός που έχει γυμνά ή ακάλυπτα νώτα2. το αρσ. ως ουσ. μεγάλος τελεόστεος ιχθύς τού γλυκού νερού τής τροπικής Αμερικής με ισχυρά ηλεκτρικά όργανα, ηλεκτροφόρο χέλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… … Dictionary of Greek
ηλεκτροφόρα ζώα — Τα ζώα που έχουν την ιδιότητα να παράγουν ηλεκτρισμό όπως τα ψάρια νάρκη, γυμνόνωτος, φαλοπτέρουρος, διάφορα ημίπτερα της οικογένειας των παρονυχιδών κ.ά. Τα περισσότερα η.ζ. είναι ψάρια και έχουν την πηγή ηλεκτρικού ρεύματος συνήθως πίσω από τα… … Dictionary of Greek